κοπρόλιθος

κοπρόλιθος
ο
λιθοειδές σύγκριμα από ξερά κόπρανα που φράζει τα έντερα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κοπρόλιθος — Σκληρές κοπρανώδεις ουσίες, που σχηματίζουν πραγματικές πέτρες στα κόπρανα. Στην παλαιοντολογία, κ. χαρακτηρίζεται το απολιθωμένο περίττωμα προϊστορικών ζώων, το οποίο βρίσκεται μέσα σε πετρώματα. Οι κυριότεροι κ. είναι αυτοί των ιχθυόσαυρων και… …   Dictionary of Greek

  • κόπρος — Αρχαίος αττικός δήμος της Ιπποθοωντίδας φυλής. Βρισκόταν στο ομώνυμο νησί, το οποίο ορισμένοι νεότεροι ιστορικοί ταυτίζουν με το σημερινό Γαϊδουρονήσι, άλλοι με τη Λέρο και άλλοι με κάποιο νησάκι που υπήρχε κοντά στην Ελευσίνα, το οποίο σταδιακά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”